εμμηνορρυσία

εμμηνορρυσία
η см. έμμηνα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εμμηνορρυσία" в других словарях:

  • εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορρυσία — η η εμμηνόρροια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμμηνος — η, ο (AM ἔμμηνος, ον) 1. αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή μέσα στη χρονική περίοδο τού μηνός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έμμηνα α) η εμμηνορρυσία β) οι ουσίες που αποβάλλονται κατά την εμμηνορρυσία αρχ. 1. φρ. α) «ἔμμηνοι δίκαι» δίκες για τις… …   Dictionary of Greek

  • καταμήνιος — α, ο (Α καταμήνιος, ον) (ιδίως για μισθό και για την εμμηνορρυσία) αυτός που γίνεται κατά μήνα («καταμήνιος κύκλος») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταμήνια τα έμμηνα, ο καταμήνιος κύκλος, η εμμηνορρυσία αρχ. 1. αυτός που πληρώνεται με μηνιαίο… …   Dictionary of Greek

  • καταμηνιώδης — καταμηνιώδης, ες (Α) [καταμήνιος] 1. αυτός που υπόκειται στα καταμήνια, που παρουσιάζει εμμηνορρυσία 2. αυτός που ανήκει στην εμμηνορρυσία («καταμηνιώδη περιττώματα») …   Dictionary of Greek

  • άφεδρος — ἄφεδρος, η (Α) η περίοδος της γυναίκας, η εμμηνορρυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (πρβλ. απο) + εδρος < έδρα (πρβλ. ένεδρος, έφεδρος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως …   Dictionary of Greek

  • αιματορροούσα — αἱματορροοῡσα και αἱματορροῡσα, η (Μ) [αἱματόρροος] γυναίκα που παρουσιάζει άφθονο αίμα κατά την εμμηνορρυσία …   Dictionary of Greek

  • ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορροϊκός — ή, ό ο σχετικός με την εμμηνορρυσία («εμμηνοροϊκό αίμα») …   Dictionary of Greek

  • εμμηνόρροια — η η εμμηνορρυσία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»